παρεμποδίσει

παρεμποδίσει
παρεμποδίζω
to be a hindrance
aor subj act 3rd sg (epic)
παρεμποδίζω
to be a hindrance
fut ind mid 2nd sg
παρεμποδίζω
to be a hindrance
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • πυρρίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους τέσσερις νομοθέτες των Τεγεατών, οι οποίοι απεικονίζονταν σε τέσσερις στήλες (ένας σε καθεμιά), που ήταν στημένες στην αγορά της πόλης, κοντά στον ναό της Αφροδίτης. 2. Αρχηγός των Αρκάδων που έκαναν… …   Dictionary of Greek

  • Αναξίβιος — (; – 338 π.Χ.). Σπαρτιάτης ναύαρχος (401 400 π.Χ.). Βρισκόταν με τον στόλο του στο Βυζάντιο, όταν έφτασαν εκεί οι μύριοι Έλληνες με τον Ξενοφώντα και τον Χειρίσοφο. Υποσχέθηκε να τους οδηγήσει στην πατρίδα τους, όμως o πραγματικός του σκοπός ήταν …   Dictionary of Greek

  • Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας …   Dictionary of Greek

  • ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… …   Dictionary of Greek

  • Έχεμος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς και στρατηγός της Τεγέας της Αρκαδίας. Επικεφαλής των Αχαιών και των Ιώνων στρατοπέδευσε κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, στα όρια Μεγαρίδας και Κορινθίας, ώστε να παρεμποδίσει την κάθοδο των Ηρακλειδών στην… …   Dictionary of Greek

  • κουράρε ή κουράριο — Αλκαλοειδές που απομονώνεται από διάφορα τροπικά φυτά της Αμερικής –και ιδιαίτερα του γένους Strychnos– και προκαλεί παράλυση. Η ουσία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από ιθαγενείς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να δηλητηριάζουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”